- λιποθυμίας
- λιποθυμίᾱς , λιποθυμίαswoonfem acc plλιποθυμίᾱς , λιποθυμίαswoonfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλίγωτος — η, ο [λιγώνω] 1. αυτός που δεν ποθεί ή δεν πόθησε κάτι μέχρι λιγομάρας 2. αυτός που δεν λιγώθηκε, δεν χόρτασε μέχρι λιποθυμίας (από φαγητό, πιοτό, γέλιο, έρωτα κ.λπ.) … Dictionary of Greek
αναλιγώνω — 1. μεταβάλλω με τη θερμότητα στερεή λιπαρή ουσία σε υγρή, λειώνω, διαλύω 2. (ενεργ. και μέσ.) φθάνω σε κατάσταση λιποθυμίας λόγω έντονης επιθυμίας κάποιου πράγματος (τροφής κ.λπ.) … Dictionary of Greek
λιποψυχώδης — λιποψυχώδης, ῶδες (Α) [λιποψυχία] αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά τής λιποθυμίας («λιποψυχώδεα πονηρά [συμπτώματα]», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
ξελιγοθύμημα — το [ξελιγοθυμώ] πάροδος λιποθυμίας, ανάκτηση τών αισθήσεων … Dictionary of Greek
ορεσιπάθεια — η ιατρ. ειδική αδιαθεσία που γίνεται αισθητή κατά την ανάβαση σε όρη, οφείλεται στην ένδεια τού αέρα σε οξυγόνο και εκδηλώνεται με σημεία ανοξίας, όπως είναι ο ίλιγγος, η τάση λιποθυμίας, οι οπτικές και ακουστικές διαταραχές και η δυσανάλογη… … Dictionary of Greek
προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… … Dictionary of Greek
Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… … Dictionary of Greek